λυπηρώς

λυπηρώς
(AM λυπηρῶς)
επίρρ. βλ. λυπηρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λυπηρῶς — λῡπηρῶς , λυπηρός painful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπηρός — ή, ό, θηλ. και ά (AM λυπηρός, ά, όν) (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί λύπη, θλιβερός, οδυνηρός, δυσάρεστος (α. «μόλις άκουσε τα λυπηρά συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῡν γέ μ ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῡ τάδ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”